προσκοπικός

προσκοπικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους προσκόπους ή τον προσκοπισμό: Προσκοπική πειθαρχία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσκοπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόσκοπο ή στον προσκοπισμό (α. «προσκοπική στολή» β. «προσκοπικές οργανώσεις») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσκοπικά η στολή τού προσκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσκοπος. Η λ., στο θηλ. προσκοπική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”